Στις 13-14 Σεπτεμβρίου 2014 στο καταφύγιο των Μελισσουργών πραγματοποιήθηκε η 26η Συνάντηση Ορειβατικών Συλλόγων Δυτικής Ελλάδος. Η καθιερωμένη ανάβαση έγινε στην κορυφή της Στρογγούλας(2.112μ.). Όσοι έχουμε ανέβει σ'αυτή την κορυφή των Τζουμέρκων από το κλασικό μονοπάτι, γνωρίζουμε ότι έχει 2-3 ημιαναρριχητικά περάσματα. Όλη η ομάδα ανέβηκε με προσοχή και καλή διάθεση και απόλαυσε τη θέα από την κορυφή.
Κατά την επιστροφή άρχισε η γνωστή κουβέντα για τον εξοπλισμό και την αναγκαιότητα τοποθέτησης συρματόσχοινου στα δύσκολα περάσματα. Η κουβέντα αυτή γίνεται πολλά χρόνια τώρα και από πολλούς ορειβάτες για το κλασικό λούκι του Μύτικα. Για όσους δεν το γνωρίζουν το βουνό των θεών, ο Όλυμπος, δέχεται, σε σύγκριση με τα άλλα βουνά της Ελλάδας, τους περισσότερους επισκέπτες. Για κάποιους η πεζοπορία στους πρόποδες του βουνού ή η ανάβαση σε κάποια χαμηλότερη κορυφή είναι αρκετή. Οι περισσότεροι όμως πεζοπόροι, ορειβάτες και αναρριχητές, άσχετοι και σχετικοί, έχουν στόχο την κατάκτηση της "κορυφής των θεών" του Μύτικα.
Για να ανέβεις όμως στην κορυφή πρέπει πρώτα να περάσεις από το γνωστό λούκι του Μύτικα, ύψους 300 μέτρων και αρκετά μεγάλης δυσκολίας. Η δυσκολία αυτή δεν αφορά μόνο στο γεωγραφικό ανάγλυφο (ημιαναρριχητικό πέρασμα στο μεγαλύτερο μέρος του) αλλά και στην πληθώρα των ορειβατών που άθελά τους μπορεί να ρίξουν κάποια πέτρα και στο γεγονός πως υγρασία και βροχή αυξάνουν την ολισθηρότητα του βραχου. Το λούκι αυτό έχει πάρει τη ζωή πολλών ανθρώπων ακόμα και πολύ έμπειρων ορειβατών. Γίνεται λοιπόν αυτή η μεγάλη κουβέντα να μπει ή όχι συρματόσχοινο για την κορυφή.
Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής πιστεύουν πως αυτοί που θα ανεβαίνουν θα το κάνουν με μεγαλύτερη ασφάλεια, θα μπορέσουν περισσότεροι να ανέβουν και θα βοηθήσει αυτούς που κάποια στιγμή χάνουν την ψυχολογία τους. Ο αντίλογος λέει πως όποιος μπορεί ανεβαίνει και όποιος δεν μπορεί όχι. Όλες οι κορυφές δεν είναι για όλους.
Αν και πολλά χρόνια ορειβάτης δεν μπορώ να πάρω μια ξεκάθαρη θέση. Όσοι ανεβαίνουμε στα βουνά δεν το κάνουμε μόνο για να απολαύσουμε τη φύση, μας αρέσει και ο κίνδυνος. Μας αρέσει να ανεβαίνει η αδρεναλίνη μας στην αναμέτρηση με το βουνό. Ποιός λοιπόν θα αποφασίσει αν μια διαδρομή είναι εύκολη ή δύσκολη; Σ' ένα ορεινό πέρασμα που εγώ μπορεί να το θεωρήσω δύσκολο ένας συνορειβάτης μπορεί να περάσει με τα χέρια στις τσέπες. Η κουβέντα αυτή δεν έχει τέλος.
Στο νομό μας το μεγαλύτερο βουνό είναι τα Τζουμέρκα το οποίο δυστυχώς έχουν σακατέψει οι μπουλντόζες. Δρόμοι ανοίχτηκαν σε όλο το μήκος τους, δρόμοι χωρίς νόημα, σκέψη ή πρόγραμμα. Κατοικίες χτίστηκαν έξω από τα χωριά και βαφτίστηκαν καταφύγια και όλα αυτά στο όνομα της ανάπτυξης του ορεινού τουρισμού και στο βωμό του χρήματος.
Αυτό που βρίσκω το πιο ανησυχητικό είναι πως για το βουνό αποφασίζουν άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό, καθισμένοι στα γραφεία τους και όχι αυτοί που ανεβαίνουν στα βουνά και ζούνε εκεί. Τα έργα αυτών που μόνο στόχο έχουν το κέρδος τα έχουμε δει σε πολλά βουνά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν πριν 20 χρόνια κάποιοι φωστήρες θέλησαν να φτιάξουν ένα τελεφερίκ για τη Δρακόλιμνη της Γκαμήλας. Να στήσουν κολώνες μέσα στον Εθνικό Δρυμό.
Για μένα το πιο σωστό είναι να αποφασίσουν για τα βουνά αυτοί που τα ανεβαίνουν. Αυτός που κουράζεται, που ιδρώνει, που αγαπάει τη φύση. Τότε θα έχουμε καλά αποτελέσματα και όχι όταν οι παρεμβάσεις στο βουνό γίνονται αυθαίρετα ότι θεωρείται καλύτερο από τους ειδικούς στα βουνά που κάθονται στα γραφεία τους.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω το εξής: όλοι εμείς (είτε ορειβάτες, είτε φυσιολάτρες είτε τουρίστες, είτε ντόπιοι) είμαστε απλώς φιλοξενούμενοι στο βουνό. Οφείλουμε λοιπόν να το σεβαστούμε και να το φυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμών ώστε να το παραδώσουμε στις επόμενες γενιές όπως ακριβώς το βρήκαμε. Μην ξεχνάμε πως το βουνό, μαζί με την χλωρίδα και την πανίδα του, είναι η κληρονομιά των παιδιών μας και αυτά είναι το μέλλον και η ελπίδα μας για κάτι καλύτερο.